πεταλωτικός

πεταλωτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει σχέση με τον πεταλωτή
2. το θηλ. ως ουσ. η πεταλωτική
η τέχνη τού πεταλωτή
3. (το ουδ. πλήθ. ως ουσ.) τα πεταλωτικά
η αμοιβή τού πεταλωτή για τη δουλειά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλωτής. Η λ., στο θηλ. πεταλωτική (τέχνη), μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”